- μορφοποιεῖ
- μορφοποιέωpres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)μορφοποιέωpres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λογοτεχνία — Η ενασχόληση με τον έντεχνο λόγο καθώς και το σύνολο των γραπτών κειμένων της γλώσσας μιας χώρας, μιας εποχής (ή και ευρύτερων συνόλων) που έχουν συνταχθεί με πρόθεση τη δημιουργία αισθητικών αξιών – ή ακόμα και χωρίς πρόθεση, φτάνουν κάποτε σε… … Dictionary of Greek
υλομορφισμός — ο, Ν (φιλοσ.) μεταφυσική αντίληψη που έχει τις απαρχές της στον Αριστοτέλη και κατά την οποία κάθε φυσικό σώμα διέπεται από δύο εγγενείς αρχές ή καταστάσεις, την δυνάμει κατάσταση, που αντιστοιχεί με την άμορφη ύλη, και την ενεργείᾳ κατάσταση,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek